Συνέντευξη του Ανδρέα Ρήγα στην Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Πείτε μας γιατί επιλέξατε τον
συγκεκριμένο τίτλο; Συμβολίζει κάτι;
Ο τίτλος του μυθιστορήματός μου, «Η
αλήθεια είναι ψάρι του βυθού», είναι μια φράση-δάνειο, από τα λόγια ενός
από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μου. Σε πρώτο επίπεδο λειτουργεί ως μια
προφανής μεταφορά: Η αναζήτηση της αλήθειας είναι δύσκολη όπως δύσκολο είναι να
ξετρυπώσει κάποιος ψάρι καλά κρυμμένο
στις τρύπες και τις σπηλιές του βυθού. Και αυτή η μεταφορά
επιβεβαιώνεται πανηγυρικά στην
εξέλιξη της πλοκής του βιβλίου.
Θέλησα
όμως μέσα στον συγκεκριμένο τίτλο να «κρύψω» και μια προειδοποίηση προς τον αναγνώστη. Η αλήθεια που θα βρει
κάποιος στον βυθό, μπορεί να μοιάζει με εκείνα τα παράξενα ψάρια που ζουν στις
σκοτεινές αβύσσους, εκείνα με τις τερατώδεις μορφές και τις θανατηφόρες
ιδιότητες. Και αυτή η προειδοποίηση ή ακόμα και συγκεκαλυμμένη απειλή, θα
επαληθευτεί τραγικά στην κορύφωση της ιστορίας μου.
Η “παρτίδα σκακιού” λειτουργεί ως
μεταφορά για την αναμέτρηση με την αλήθεια, την ενοχή και τον θάνατο;
Μια «παρτίδα σκακιού»,
κυριολεκτικά ή μεταφορικά έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές για να συμβολίσει
την αναμέτρηση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, την ενοχή και την δικαιοσύνη,
την ζωή και τον θάνατο. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή από την ταινία «Η Έβδομη Σφραγίδα», την πρώτη του Ingmar
Bergman, εκεί όπου ο πρωταγωνιστής αναμετριέται με τον θάνατο σε μια παρτίδα
σκακιού, με έπαθλο λίγη παράταση ζωής.
Στην
δική μου «παρτίδα» οι δυο «παίκτες» έχουν καθίσει στην σκακιέρα κουβαλώντας τις
ενοχές ή τις εμμονές τους και αγωνίζονται, ο ένας για να κρύψει την αλήθεια και
ο άλλος για να την φέρει στο φως. Το ιδιαίτερο στοιχείο είναι ότι ο ένας από
τους δυο, θα παραμένει αόρατος σχεδόν μέχρι το τέλος. Όταν οι κινήσεις του
αντιπάλου θα τον αναγκάσουν να αποκαλυφθεί, τότε ο θάνατος θα είναι το
αναπόφευκτο τέλος της «παρτίδας»
Το βιβλίο σας φαίνεται να ξεπερνά τα
όρια του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Χρησιμοποιήσατε το αστυνομική
πλοκή για να φτάσετε σε ένα ψυχολογικού ύφους μυθιστόρημα;
Είναι αλήθεια ότι δεν με γοητεύει
μια αστυνομική ιστορία που εξελίσσεται επίπεδα, χωρίς βάθος, όσο και αν μέσα
της υπάρχουν εκπλήξεις ή ανατροπές, ικανές να αφήσουν άναυδο τον αναγνώστη. Για
μένα ως συγγραφέα, το αστυνομικό μέρος της ιστορίας είναι η αφορμή για να
εισδύσω στις προσωπικές ιστορίες των ηρώων μου, να φωτίσω τις μύχιες σκέψεις
τους, να αναδείξω τα κίνητρα των
επιλογών και των πράξεών τους, να «ανασκάψω» την ψυχή τους. Όλα αυτά, βέβαια,
χρειάζονται μέτρο και αίσθηση ισορροπίας, ώστε ο αναγνώστης που θα κρατήσει στα
χέρια του ένα βιβλίο που αυτοσυστήνεται ως αστυνομικό μυθιστόρημα, να μην νιώσει
εξαπατημένος. Εν κατακλείδι, μακάρι το βιβλίο μου να κατάφερε να ξεπεράσει τα
όρια του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος και να έφτασε στα όρια του
ψυχολογικού, παραμένοντας όμως, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα…