Μπάιλα – Σιδερή Κατίνα
Η Κατίνα Μπάιλα-Σιδερή γεννήθηκε στη Σύρο από πατέρα Συριανό και μητέρα Ναξιώτισσα. Η μητέρα της, αγράμματη, από ένα παιχνίδι της τύχης, βρέθηκε νέα στο Παρίσι, γκουβερνάντα στο σπίτι του κόμητος Ντε Λαροσφουκώ. Έζησε εκεί 3 χρόνια. Στην επιστροφή, περνώντας από τη Σύρο, παντρεύτηκε το Δημήτρη Μπάιλα, ένα χτίστη και καλό μάστορα. Με την εμπειρία που είχε, επέμεινε και έστειλε την κόρη της στη Γαλλική Σχολή των Φρερ. Εκεί πήρε την καλλιέργειά της η μικρή Κατίνα.
Σε νεαρή ηλικία η Κατίνα εξέδωσε μαζί με τη Ρίτα Μπούμη-Παπά και το Βίκτορα Παπαδάκη το περιοδικό «Κυκλάδες». Στα 2 σχεδόν χρόνια της αδιάλειπτης μηνιαίας έκδοσής τους οι Κυκλάδες φιλοξένησαν τα πιο γνωστά ονόματα. Να μερικά: Τ. Άγρας, Ά.Δόξας, Α.Δρακάκης, Δ.Ζευγώλη, Γ.Ζευγώλης, Χ.Ζιτσαία, Ν.Καββαδίας, Κ. Καιροφύλλας, Λ.Καρακάλου, Γ.Κορδάτος, Σ.Κορρές, Γ.Κυπραίος, Σ.Μαυροειδή-Παπαδάκη, Μελισσάνθη, Μυρτιώτισσα, Ν.Παππάς, Ά.Σημηριώτης, Α.Σιγάλας, Ά.Σικελιανός, Γ.Σκαρίμπας, Σ., Μ.Στασινόπουλος, Α.Ταρσούλη, Ά.Τερζάκης, Ν. Β. Τωμαδάκης, Μ. Φιλήντας κλπ. Ασχολείται και με το σχέδιο. Σχέδιό της είναι το εξώφυλλο των «Κυκλάδων», αλλά σκίτσα της συνοδεύουν εκδόσεις και άλλων συγγραφέων, όπως του Γιάννη Σκαρίμπα και της Ρίτας Μπούμη-Παπά. Διατηρεί στενή αλληλογραφία με σημαντικές προσωπικότητες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως με το Γιάννη Σκαρίμπα, τη Ρίτα Μπούμη Παπά, την Magdeleine Paz (Marx) και άλλους.
Την περίοδο 1930 – 1932 είχε αξιόλογη συγγραφική δραστηριότητα. Τα διηγήματά της δημοσιεύθηκαν στις «Κυκλάδες», αλλά και σε άλλα περιοδικά, όπως Ελληνική Επιθεώρησις, Η Επαρχία, Αλεξανδρινή Τέχνη, Ο Λόγος, Θεσσαλικά Γράμματα κ. α. Ακολουθεί ο γάμος της με το γιατρό Αντώνη Σιδερή και μια κάμψη στη λογοτεχνική παραγωγή της. Με τον πόλεμο αρχίζει πάλι να γράφει. Συνολικά άφησε 22 διηγήματα (τα 9 αδημοσίευτα), 3 ποιήματα, 6 θεατρικά έργα, μεταφράσεις 2 μυθιστορημάτων, 1 διηγήματος και 1 άρθρου από τα Γαλλικά, ενώ μετέφρασε το Χριστό του Α. Σικελιανού στα Γαλλικά (το χειρόγραφο έχει χαθεί). Το «Πολεμικό Τρίπτυχο μιας Γυναίκας» είναι από τα πιο σημαντικά κείμενά της.
Τόσο στα γραπτά της όσο και στην ίδια τη ζωή διακρίνεται σαφώς η προσπάθειά της να προσπελάσει από πολλές πλευρές την κοινωνική θέση και το ρόλο της γυναίκας, της γυναίκας που έχουν ανοίξει οι ορίζοντές της και θέλει να πετάξει, μα όλο και κάτι την περιορίζει, της κόβει τα φτερά. Άλλοτε είναι η αρρώστια – βρισκόμαστε στα 1930, όταν θέριζε η φυματίωση – κι άλλοτε η κοινωνική διάσταση, πάντοτε σε συνδυασμό με το φύλο της. Στην πρώτη συγγραφική της φάση επικρατεί ο ρομαντισμός της εποχής. Στη δεύτερη, κυριαρχεί το κοινωνικό στοιχείο. «Γιατί δεν ξεσηκωνόμαστε όλες οι γυναίκες του κόσμου να σταματήσουμε τον πόλεμο, το αντροκτόνο αυτό τέρας;»
Γύρω στα 1948 αρχίζει να ανεπαρκεί πνευματικά. Οι πονοκέφαλοι την ταράζουν. Το κορμί της γέρνει. Ζαλίζεται, όταν παραπατά στο δρόμο. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Ρίχνει ζάχαρη αντί γι΄ αλεύρι στη βασιλόπιτα. Ξεχνά πού έκρυψε το δεκαπενθήμερο. Κι ένα πρωί δεν ξυπνά. Οι ώρες περνούν κι εκείνη κοιμάται ως την άλλη μέρα. Η ιατρική αποκαλύπτει τον όγκο στον εγκέφαλο.
Το Φεβρουάριο του 1950 θα πέσει οριστικά σε κώμα. Κι όμως το τέλος αργεί ακόμη. Οι απελπισμένες προσπάθειες του αντρός της, μήπως και στο μεταξύ γίνει κάποιο θαύμα, κάνουν τους μήνες, να περνούν σ΄ ένα ανείπωτο μαρτύριο. Ευτυχώς εκείνη δεν φαίνεται να το καταλαβαίνει βυθισμένη στο σκοτεινό λήθαργό της. Στις 5 Αυγούστου1950 θ΄ αφήσει την τελευταία πνοή της. Θα την κατευοδώσει όλη η Σύρα. Ο Δήμος Ερμουπόλεως αποφάσισε να δοθεί το όνομά της σ΄ ένα δρόμο της πόλης. Ο λαός που την ακολουθεί κλαίει ασταμάτητα, ιδίως οι γυναίκες. Η ωραιότητα της μορφής και της ψυχής της μένει ζωντανή σ΄ όσους την είχαν γνωρίσει.